περίσκεπτος

περίσκεπτος
περί-σκεπτος: (if from σκέπτομαι) conspicuous from every side, or (if from σκέπω) covered, shut in on all sides. (Od.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίσκεπτος — to be seen on all sides masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσκεπτος — η, ο / περίσκεπτος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο κατεχόμενος από πολλές σκέψεις, βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος αρχ. 1. αυτός που βλέπεται από παντού, καταφανής από ὁλες τις πλευρές, περίοπτος 2. υψηλός 3. (κατά άλλη ερμ.) σκεπασμένος γύρω… …   Dictionary of Greek

  • περίσκεπτον — περίσκεπτος to be seen on all sides masc/fem acc sg περίσκεπτος to be seen on all sides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκέπτοις — περίσκεπτος to be seen on all sides masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκέπτου — περίσκεπτος to be seen on all sides masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκέπτων — περίσκεπτος to be seen on all sides masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκέπτῳ — περίσκεπτος to be seen on all sides masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσκεπτοι — περίσκεπτος to be seen on all sides masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκέπτωι — περισκέπτῳ , περίσκεπτος to be seen on all sides masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”